ἐντυπώσεως

ἐντυπώσεως
ἐντυπώσεω̆ς , ἐντύπωσις
impression
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολασμός — ο (AM κολασμός) [κολάζω] η ποινή που επιβάλλεται για σωφρονισμό, η τιμωρία νεοελλ. 1. μετριασμός κακής εντυπώσεως ή οξέος χαρακτηρισμού 2. γραμμ. «κολασμός προτάσεως» το φαινόμενο κατά το οποίο μια πρόταση που συνεκφέρεται με μια άλλη κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”